ξιδάτος

ξιδάτος
η , ο приправленный уксусом; залитый уксусом; маринованный;

§ διάβολος ξιδάτος — большой хитрец, плут


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξιδάτος" в других словарях:

  • ξιδάτος — η, ο [ξίδι] 1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες») 2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • ξιδάτος — η, ο 1. αυτός που γίνεται ή διατηρείται με ξίδι: Ελιές ξιδάτες. 2. φρ., «Διάβολος ξιδάτος», άνθρωπος πονηρός κι έξυπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξειδάτος — –η, ο (εσφ. γρφ.) ξιδάτος …   Dictionary of Greek

  • ξιδερός — ή, ό [ξίδι] 1. ξιδάτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξιδερό δοχείο ξιδιού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξιδερά λαχανικά που έχουν διατηρηθεί αρκετό καιρό μέσα σε ξίδι …   Dictionary of Greek

  • ξυδάτος — η, ο (εσφ. γρφ.) ξιδάτος …   Dictionary of Greek

  • οξωτός — ὀξωτός, ή, όν (Α) [όξος] (για φαγητά) ξιδάτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»